-
1 ἐποίχομαι
A go towards, approach,μνηστῆρας ἐπῴχετο Od.1.324
;αἰτίζειν..ἐποιχόμενον μνηστῆρας 17.346
, cf. 6.282 ;ἐ. δόμον ἄλλον Thgn.353
; [θεοὺς] τραπέζαις ἐ. draw near to the gods with sacrificial feasts, Pi.O.3.40 ;εὐεργέταν Id.P.2.24
.2 go round, visit in succession, of one who hands round wine, αὐτοῖσιν θάμ' ἐπῴχετοοἰνοχοεύων Od.1.143
; of a general, pass along troops,στίχας ἀνδρῶν Il.15.279
, cf. 16.155 ; inspect, [ φώκας] Od.4.451 : abs., go his rounds, Il.10.171, 17.215 ;πάντοσ' ἐποιχόμενος 5.508
;πάντῃ ἐ. 6.81
, 10.167, etc.3 of arrows visiting persons with death, , cf. 50 ; οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος (or - νη) κατέπεφνεν, 24.759, Od.3.280, 5.124, etc.4 go over or ply one's task,ἔργον ἐ. Il.6.492
, Od.1.358, 17.227, etc. ; δόρπον ἐ. set about preparing it, 13.34 ; freq. of women, ἱστὸν ἐ. ply the loom, Il.1.31, Od.5.62, al., cf. Ephor.5 J. ;ἔργον φυλόπιδος ἐ. Mimn.14.10
; (tm.); [γύας καὶ ἀλωὰς] ἔργοισιν ἐ. with labour, Theoc.25.32 : c. dat.,ἔργῳ ἐ. Q.S.12.343
codd.: abs. in part., with another Verb, busily,ἡ μὲν ἐποιχομένη..ἔντυεν ἵππους Il.5.720
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποίχομαι
См. также в других словарях:
εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… … Dictionary of Greek